- ὀστρακᾶς
- ὀστρᾰκ-ᾶς, ᾶ, ὁ,A potter, Hdn.Gr.2.657, MAMA3.718 ([place name] Corycus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οστρακάς — ὀστρακᾱς, α, ὁ (Α) κεραμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. ᾶς (πρβλ. χαλκ άς)] … Dictionary of Greek
ὀστρακᾶς — ὀστρακεύς potter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek